καταβακχεύω

καταβακχεύω
(AM καταβακχεύω)
1. γεμίζω κάποιον με ενθουσιασμό, με βακχική μανία
2. μέσ. καταβακχεύομαι
μαίνομαι βακχικώς, καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό
αρχ.
μέσ. προσβάλλω, βρίζω χυδαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + βακχεύω «καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό» (< Βάκχος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”